- μεταβολή
- Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που υποδηλώνεται με το σύμβολο σ2, είναι ο αριθμητικός μέσος των τετραγώνων των αποκλειομένων περιπτώσεων από τον αριθμητικό μέσο των διαφόρων τιμών για μια σειρά
σ2 = Σmi=1(αi-M)2/m
και για μία ταξινόμηση σε σειρά
σ2 = Σmi=1(αi-M)2fi/ Σmi=1fi
όπου το fi εκφράζει το πλήθος των περιπτώσεων με τις οποίες συγκρίνεται η τιμή α..
Η μ. ενδιαφέρει τη σύνθεση κάθε ταξινόμησης σε σειρά ή τη στατιστική κατανομή. Η τετραγωνική της ρίζα σ εξετάζει τον βαθμό συμπύκνωσης των δεδομένων, που παρατηρούνται γύρω από τη μέση τιμή. Επομένως, όσο το σ γίνεται μικρότερο, τόσο η σειρά ή η ταξινόμηση σε σειρά είναι λιγότερο μεταβλητή, δηλαδή τόσο λιγότερο οι τιμές απέχουν μεταξύ τους.
* * *η (ΑM μεταβολή, Α δωρ. τ. μεταβολά) [μεταβάλλω]1. η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, μετατροπή, αλλαγή (α. «μεταβολή τής θερμοκρασίας» β. «αἱ μεταβολαὶ κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι», Πλάτ.)νεοελλ.1. γυμναστική ή στρατιωτική κίνηση κατά την οποία ο γυμναζόμενος ή ο στρατιώτης αλλάζει μέτωπο με ημιπεριφερειακή στροφή γύρω από τον εαυτό του2. το σχετικό παράγγελμα για την εκτέλεση αυτής τής κίνησης3. φρ. «μεταβολή διαρκής»βιολ. κληρονομική αλλαγή που προκαλείται από το περιβάλλον σε ορισμένους μικροοργανισμούς και που μπορεί να διατηρηθεί επί αρκετές γενεές αλλά υπό ορισμένες συνθήκες εξαφανίζεταιμσν.1. μεταμφίεση, ηθοποιία2. απόλαυση, διασκέδασημσν.-αρχ.1. μετάφραση, εξήγηση2. μετάνοια3. μουσ. μετατροπίααρχ.1. τροποποίηση («ἱματίων μεταβολαί» Ξεν.)2. ανταλλαγή εμπορευμάτων, εμπόριο, συναλλαγή3. υποκατάσταση αγαθού ή κακού με άλλο4. (κατ' ευφημισμόν) ο θάνατος5. μετοίκηση («τὰ μὲν ζώα καὶ ἐκ τῶν ἐγγὺς τόπων ποιούμενα τὰς μεταβολάς», Αριστοτ.)6. (ως στρατ. όρος) μεταστροφή τού μετώπου στο αντίθετο7. (ρητ.) η ποικιλία τού λόγου για αποφυγή τής μονοτονίας8. αστρον. α) έκλειψηβ) μετατροπή κατά την κίνηση τών ουράνιων σωμάτων9. φρ. α) «μεταβολὰς ἔχω» — επιδέχομαι μετατροπέςβ) «μεταβολή πολιτείας» — αλλαγή τού πολιτεύματος, ανατροπή τού καθεστώτος, επανάσταση·γ) «ἐκ μεταβολῆς» — αντιστρόφως10. αποστασία («ἡ πρὸς Ρωμαίους μεταβολή», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.